- λεπταλέοι
- λεπταλέοςfine: masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
λεπταλέοι — λεπταλέος fine masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek